- κρείσσους
- κρείσσωνstrongermasc/fem nom/acc comp pl (attic epic)κρείσσωνstrongermasc/fem acc pl (attic epic)κρεισσόωimperf ind act 2nd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ολβοφόρος — ὀλβοφόρος, ον (Α) αυτός που φέρνει πλούτο ή ευτυχία («θεοί τοι κρείσσους οἵ τ ὀλβοφόροι τοῑς οὐκ εὐδαίμοσι θνατῶν», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄλβος «πλούτος, ευδαιμονία» + φόρος (< φέρω)] … Dictionary of Greek
κρείττους — κρείσσων stronger masc/fem nom/acc comp pl (attic) κρείσσων stronger masc/fem acc pl (attic) κρείσσους , κρεισσόω imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)